γογγυσμούς

γογγυσμούς
γογγυσμός
murmuring
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκογχούλας — Α (κατά τον Ησύχ.) «γογγυσμούς, τονθορισμούς» …   Dictionary of Greek

  • γογγυσμός — ο 1. το βογκητό, ο στεναγμός: Ο γογγυσμός του ακουγόταν σε όλο το σπίτι. 2. η διαμαρτυρία, το παράπονο, η γκρίνια: Παρά τους γογγυσμούς του λαού για τις αυξήσεις των τιμών, η κατάσταση δεν άλλαξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”